- νεόληπτος
- νεό-ληπτος, ον,A newly taken or subdued, App.BC2.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόληπτος — νεόληπτος, ον (Α) αυτός που συνελήφθη πρόσφατα ή αυτός που υποτάχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. ιερό ληπτος] … Dictionary of Greek
νεόληπτον — νεόληπτος newly taken masc/fem acc sg νεόληπτος newly taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεολήπτων — νεόληπτος newly taken masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek